πυρρούλας

πυρρούλας
πυρρούλᾱς , πυρρούλας
red-coloured bird
masc acc pl
πυρρούλᾱς , πυρρούλας
red-coloured bird
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με …   Dictionary of Greek

  • πυρρούλη ή πυρρούλας — (pyrrhula pyrrhula coccinea). Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των σπιζιδών. Έχει συνολικό μήκος περίπου 15 εκ., σώμα κοντρόχοντρο και ράμφος παχύ και κοντό. Tο πυκνό φτέρωμά του είναι γκρίζο στη ράχη, γυαλιστερό μαύρο στα φτερά, κάτω απ’ τον… …   Dictionary of Greek

  • presură — PRÉSURĂ1, presuri, s.f. Gen de păsări (cântătoare) migratoare, de mărimea unei vrăbii, cu ciocul scurt şi gros, cu coada lungă şi bifurcată, cu spatele brun şi dungat (Emberiza); pasăre care face parte din acest gen. – et. nec. Trimis de… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”